Η πορεία του επιχειρηματία, Σάκη Κεχαγιά, καθορίστηκε από μία σειρά γεγονότων. Άλλοτε καθαρά συγκυριακών και άλλοτε αποτέλεσμα της κοπιώδους προσπάθειας και της επιχειρηματικής ευστροφίας που τον χαρακτηρίζει. Με αποτέλεσμα σήμερα να είναι ο κυρίαρχος παίκτης στην παραγωγή και διάθεση μανιταριών στην ελληνική αγορά.
Ξεκίνησε να εργάζεται ως οδηγός στις διανομές της συνεταιριστικής εταιρείας “ΣΥΝΕΡΓΑΛ” (Συνεργαζόμενα Εργοστάσια Γαλακτος), η οποία έβγαζε τα γιαούρτια Yoplait και στη συνέχεια πτώχευσε. Εκεί γνώρισε τον συνέταιρό του, Κλεάνθη Τσομπάνη. Ο Σάκης Κεχαγιάς ήταν οδηγός και ο συνέταιρός του υπεύθυνος στο λογιστήριο της “ΣΥΝΕΡΓΑΛ”. Από κοινού δημιούργησαν την εταιρεία Τσομπάνης – Κεχαγιάς Ο.Ε.
Ο Κεχαγιάς γνώρισε τα μανιτάρια σε ένα από τα δρομολόγια που έκανε για λογαριασμό της ΣΥΝΕΡΓΑΛ, παραδίδοντας εμπορεύματα σε ένα από τα καταστήματα της Roma Pizza, όταν είδε μπροστά στα μάτια του έναν παραγωγό μανιταριών να φέρνει φρέσκα μανιτάρια για να τα πουλήσει στον ιδιοκτήτη της πιτσαρίας. “Ο συνέταιρός μου ήταν πιο συντηρητικός από εμένα. Παρόλ’ αυτά τον παρακίνησα να ξεκινήσουμε τη δική μας επιχείρηση. Θυμάμαι ότι μου έλεγε αρκετά συχνά: ‘εσένα εάν σε αφήσω μόνο σου ή θα φτάσουμε στο φεγγάρι ή θα πάμε στη φυλακή. Είσαι ασυγκράτητος!’”.
Με καταγωγή από τη Ροδόπολη Σερρών
“Γεννήθηκα σε πολύ φτωχή οικογένεια στη Ροδόπολη Σερρών. Στα παιδικά μου χρόνια δεν είχα μπάλα να παίξω. Ο πατέρας μου ήταν αγρότης, ενώ παράλληλα δούλευε σε έναν κυλινδρόμυλο, κουβαλώντας σακιά με άλευρα. Η μάνα μου μάζευε καπνά στα καπνοχώραφα της περιοχής. Το 1970 ο πατέρας μου πήρε ένα περίπτερο στη Θεσσαλονίκη, στον Λευκό Πύργο. Τρεις μήνες αργότερα μετακομίσαμε και εμείς στην πόλη. Θυμάμαι ότι από εννέα ετών, πήγαινα τα μεσημέρια στο περίπτερο για να ξεκουράσω τον πατέρα μου. Ξεκίνησα να δουλεύω από πολύ μικρός για να βοηθήσω την οικογένειά μου. Θα μπορούσα να πω ότι η φτώχεια σε πάει μπροστά. Ποτέ δεν ξέχασα από πού ξεκίνησα”.
Εξέλιξη που δημιούργησε νέα δεδομένα για την εξέλιξη της επιχείρησης ήταν όταν ο Σάκης Κεχαγιάς με τον συνέταιρό του, επισκέφθηκαν τη μονάδα μανιταριών που είχε δημιουργήσει η οικογένεια Χανδρή στη Λαζαρίνα Καρδίτσας. “Ο Γιάννης Χανδρής είχε δημιουργήσει την ‘Ιπποτούρ’ σε ένα αγρόκτημα 1.200 στρεμμάτων, στο οποίο εκτρέφονταν άλογα ιπποδρόμου. Η πρώτη ύλη του λευκού μανιταριού είναι το άχυρο και η κοπριά, η οποία βοηθάει στην ανάπτυξη του μανιταριού. Επειδή η συγκεκριμένη μονάδα διέθετε πολλά άλογα, είχε εισέλθει σε ένα πρόγραμμα ενισχύσεων το 1997 και δημιούργησε μία εγκατάσταση παραγωγής μανιταριών με την ονομασία ‘Λαζαρίνα’, αξιοποιώντας την κοπριά των αλόγων. Κάποια στιγμή επισκεφθήκαμε με τότε συνέταιρό μου τις υπερσύγχρονες για την εποχή εγκαταστάσεις της οικογένειας Χανδρή. Σε μία εποχή που η καλλιέργεια μανιταριών ήταν υποτυπώδης στην Ελλάδα. Εκεί είδα να γίνεται για πρώτη φορά επεξεργασία και καθαρισμός μανιταριών καθώς και συσκευασία σε ‘κουπάκι’, όταν τα ελάχιστα μανιτάρια που παράγονταν τότε στη χώρα πωλούνταν χύμα και στη συνέχεια διατίθεντο σε πιτσαρίες”.
Έως τότε αγόραζε μανιτάρια από μονάδα της Εύβοια στις 600 δραχμές το κιλό. Ρωτώντας τον διευθυντή πωλήσεων της “Λαζαρίνας”, διαπίστωσε ότι τα μανιτάρια της πωλούνταν σημαντικά ακριβότερα, στις 820 δραχμές το κιλό στη χονδρική, αντλώντας υπεραξία από το γεγονός ότι πωλούνταν καθαρισμένα και συσκευασμένα. “Αυτό που είπα τότε στον συνέταιρό μου ήταν: ‘εδώ είναι το μέλλον μας’, παρά την ανησυχία που ο ίδιος διατηρούσε, για το εάν θα μπορούσαν να πουληθούν ακριβότερα, δεδομένου ότι η τιμή χονδρικής ήταν σημαντικά υψηλότερη από αυτή που αγοράζαμε έως τότε”, αφηγείται ο Σάκης Κεχαγιάς. “Ξεκινήσαμε να αγοράζουμε από τη “Λαζαρίνα” τα συσκευασμένα μανιτάρια και πουλούσαμε στις 1.200 δραχμές το κιλό, εκμεταλλευόμενοι το γεγονός ότι ήταν καθαρισμένα και η φύρα ήταν μηδενική. Δεν χρειαζόταν να καθαρίσει κανείς τα μανιτάρια και να πετάξει το περίσσευμα. Άρχισα να επισκέπτομαι οπωροπωλεία αλλά και μεγάλες αλυσίδες σούπερ μάρκετ για να πουλήσω το προϊόν. Κάπως έτσι μπήκα στα ράφια των σούπερ μάρκετ το 1997. Έτσι, από εκεί που τα ελληνικά νοικοκυριά αγόραζαν μανιτάρια σε κονσέρβα, είχαν πλέον την δυνατότητα να αγοράζουν φρέσκα. Για να προωθήσουμε το προϊόν κάναμε αγώνα να εκπαιδεύσουμε τους καταναλωτές, παρουσιάζοντας συνταγές με φρέσκα μανιτάρια. Η εξέλιξη ήταν ανέλπιστα καλή. Δύο χρόνια αργότερα οι ποσότητες δεν επαρκούσαν για να καλύψουμε τη ζήτηση”.
Το ταξίδι και οι πρώτες εισαγωγές από την Ολλανδία
Ξεκίνησε να αναζητά λύση προκειμένου να καλύψει το έλλειμμα. Ταξίδεψε στην Ολλανδία, συνάπτοντας συμφωνίες με παραγωγούς και ξεκίνησε εισαγωγές μανιταριών. “Το 2000 έφερα από την Ολλανδία τα portobellο και τα λευκά μανιτάρια ‘γίγας’ που τα έκαναν γεμιστά στα εστιατόρια της εποχής. Το 2001 βρέθηκα στην Ιταλία και ξεκίνησα να εισάγω πλευρώτους. Η άνοδος ήταν συνεχής. Ωστόσο, το 2005 ήρθε η ρήξη με τον συνεταίρο του. “Πηγαίναμε πολύ καλά έως τότε και η συνεργασία μας ήταν άριστη. Ήταν έντιμος άνθρωπος και με αγαπούσε. Στην πορεία όμως χάθηκε η συνεννόηση μεταξύ μας. Εν τέλει κράτησε εκείνος την εταιρεία και εγώ αποχώρησα”.
H σύσταση της εταιρείας “Μανιτάρια Κεχαγιά”
Δεν σταμάτησε εκεί. Δημιούργησε εκ του μηδενός μία καινούργια εταιρεία, τη “Μανιτάρια Κεχαγιά”. Χρεώθηκε για να αποκτήσει εξοπλισμό, ψυγεία και αυτοκίνητα για τη διανομή. “Καθοριστική κίνηση ήταν όταν το 2007 επισκέφθηκα την Πολωνία. Υποθήκευσα το σπίτι μου και πήρα δάνειο, αποφασισμένος για όλα. Αγόρασα ποσότητες μανιταριών για να μπορέσω να αυξήσω τις ποσότητες που θα διέθετα στην Ελλάδα, έχοντας στο μυαλό μου ότι εάν τα πράγματα δεν πήγαιναν κατ’ ευχήν θα έχανα το σπίτι μου. Θυμάμαι τότε ότι η γυναίκα και τα παιδιά μου, μου είπαν χαρακτηριστικά: ‘αυτό το σπίτι το δημιουργήσαμε με τη δουλειά μας. Και αν χρειαστεί να το χάσουμε για τη δουλειά μας, ας γίνει έτσι’. Στην αρχή έφερνα ένα φορτηγό με μανιτάρια την εβδομάδα. Το γεγονός ότι έκανα εισαγωγή με βοήθησε να απογειωθώ τα χρόνια που ακολούθησαν, καθώς κατάφερα να αυξήσω τις διαθέσιμες ποσότητες. Δεν επιβαρυνόμουν με επιπλέον μεταφορικά από την Αθήνα στη Βόρεια Ελλάδα όπως συνέβαινε έως τότε, ενώ απαλάχθηκα και από τα κόστη προς μεσάζοντες. Αγόραζα και πουλούσα κατευθείαν. Κάπου εκεί ο πρώην συνέταιρός μου δυσκολεύτηκε αρκετά καθώς δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στις τιμές που μπορούσα να δώσω εγώ. Υποχρεώθηκε να διακόψει τη λειτουργία της επιχείρησής του. Στην πορεία άρχισα να φέρνω δύο αυτοκίνητα στην Αθήνα, ενώ το 2010 ο έως τότε προμηθευτής μου στην Αθήνα, ο Νικολάου, άρχισε να παραπαίει. Τα Χριστούγεννα του 2012 δημιούργησα αποθηκευτικές εγκαταστάσεις και μαγαζί στην Αθήνα. Η πορεία συνέχισε να είναι έντονα ανοδική. Κάποια στιγμή έφτασα να φέρνω μανιτάρια με δέκα φορτηγά από την Πολωνία. Σήμερα έχω φτάσει να φέρνω 20 φορτηγά από εκεί, περίπου 220 τόνους την εβδομάδα”.
Βλέποντας ότι οι ποσότητες που έκανε εισαγωγή δεν κάλυπταν τις ανάγκες του, ξεκίνησε να παράγει πλευρώτους το 2012 με τη δημιουργία ιδιόκτητων θαλάμων καλλιέργειας. Σήμερα από τις εγκαταστάσεις του βγαίνουν 150 τόνοι μανιταριών πλευρώτους ανά παραγωγικό κύκλο. “Πραγματοποιήσαμε πολλές επενδύσεις για να έχουμε σταθερή θερμοκρασία που απαιτείται για την παραγωγή μανιταριών δώδεκα μήνες το χρόνο”.
Επένδυση 20 εκατομμυρίων για παραγωγή λευκού μανιταριού στην Ελλάδα
Το 2021 σκέφτηκε να υλοποιήσει μία ακόμα σημαντική επιχειρηματική κίνηση. Να παράγει και λευκό μανιτάρι, τη στιγμή που σχεδόν το σύνολο της ζήτησης στην Ελλάδα καλύπτεται με εισαγωγές από την Πολωνία. Η επένδυση αυτή βρίσκεται σε διαδικασία υλοποίησης, ενώ ήδη οι πρώτες ποσότητες ελληνικού λευκού μανιταριού ξεκίνησαν πρόσφατα να διατίθενται σε μερικές από τις μεγαλύτερες αλυσίδες σούπερ μάρκετ. “Ήταν μία δύσκολη απόφαση και μία ακριβή επένδυση. Αξιοποίησα την εμπειρία που είχα όλα αυτά τα χρόνια. Όπως έγινε το 2012 όπου με συμβούλευσαν οι συνεργάτες μου, Ιταλοί παραγωγοί, να παράγω πλευρώτους, έτσι έγινε και τώρα. Οι Πολωνοί με βοήθησαν, προσφέροντάς μου τεχνογνωσία. Η μονάδα παραγωγής λευκών μανιταριών έγινε για να δημιουργήσω ένα ελληνικό μανιτάρι και όχι για να διακόψω τη συνεργασία μου με τους Πολωνούς. Η συνολική επένδυση για την παραγωγή λευκού μανιταριού αγγίζει τα 20 εκατομμύρια ευρώ με το μεγαλύτερο μέρος της δαπάνης να καλύπτεται από ίδια κεφάλαια και τραπεζικό δανεισμό”.
H εταιρεία Κεχαγιάς είχε κύκλο εργασιών 1 εκατομμύριο ευρώ το 2006, όταν ξεκίνησε. Το 2024 ο κύκλος εργασιών της ανέρχεται στα 30 εκατομμύρια ευρώ, αυξάνοντας κάθε χρόνο τις ποσότητες μανιταριών που πουλάει. Αυτή τη στιγμή αποτελεί τον κυρίαρχο παίκτη στην παραγωγή και εμπορία μανιταριών στην Ελλάδα.
Πηγή: capital.gr